- κακοθανατίζω
- (Μ κακοθανατίζω)πεθαίνω με κακό θάνατο (α. «πιάνω μαχαίρι να σφαώ, να κακοθανατίσω», Ερωτόκρ.β. «που να κακοθανατίσει ο άτιμος»)μσν.προκαλώ άσχημο θάνατο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακοθανατώ, κατά τα σε -ίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακοθανατίζω — κακοθανατίζω, κακοθανάτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κακοθανατίζω — κακοθανάτισα, πεθαίνω κακώς: Μη με στενοχωρείτε πολύ και κακοθανατίσω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοθανάτισμα — το [κακοθανατίζω] κακοθανασία*, κακός, οδυνηρός θάνατος … Dictionary of Greek
κακοθανατώ — κακοθανατῶ, έω (Μ) [κακοθάνατος] προκαλώ άσχημο θάνατο, κακοθανατίζω … Dictionary of Greek